Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

Ρουά Ματ



Ένα σκοτεινό μπαλκόνι στο κέντρο της Αθήνας. Η φωτισμένη Ακρόπολη. Το φεγγάρι φωτίζει τον Αττικό ουρανό. Σιωπή. H φωνή του Χριστόπουλου καληνυχτίζει για άλλη μία φορά τους νυχτερινούς ακροατές του. Η ώρα 12 παρά κάτι ψιλά. Όχι ότι παίζει ρόλο για τις μορφές στο σκοτεινό μπαλκόνι. Ασάλευτοι, ξαπλωμένοι στις λευκές ξαπλώστρες, ανάμεσα στα φυτά, απολαμβάνουν την βότκα τους. Έχουν γίνει ένα με το σκοτάδι που κυριαρχεί.


Ατενίζουν την φωτισμένη Ακρόπολη. Οι σκέψεις τους ταξιδεύουν. Κάπου διασταυρώνονται. «Δεν θα ήταν πολύ όμορφα αν η Ακρόπολη δεν είχε καταστραφεί και μπορούσαμε να την θαυμάσουμε άθικτη??» Πονηρά χαμόγελα σχηματίζονται στα πρόσωπα των τριών. Η συνειδητοποίηση ότι μοιράζεσαι τις ίδιες σκέψεις με κάποιον σκοτώνει κάθε συναίσθημα μοναξιάς και σου δημιουργεί ευφορία. Λένε ότι η ευτυχία βρίσκεται στα πιο απλά πράγματα. Σε μια φωτογραφία ή σε ένα τραγούδι, σε μια αγκαλιά, σε ένα αστείο ή σε ένα γέλιο, στις αναμνήσεις. Η σκέψη τους πετάει στο παρελθόν, στο παρόν μα όχι στο μέλλον. Θυμούνται, σχολιάζουν μα δεν ονειρεύονται. Δεν είναι βράδυ για όνειρα. «Ν’ αγαπάς και να θυμάσαι...». Μια απλή φράση που κρύβει μέσα της τόση μα τόση δύναμη. Η αναφορά της πυροδοτεί κύματα συναισθημάτων.
Ένα ζευγάρι μάτια τους παρακολουθεί από ψηλά. Ο συμπαντικός φαρσέρ ξαπλώνει στ’ αστέρια σίγουρος ότι οι φιγούρες στο μπαλκόνι έχουν ανατρέψει τα σχέδιά του προς συμφέρον τους...δεν γελάει αυτή τη φορά...ίσως την επόμενη.Ένα χέρι απλώνεται να πιάσει τη βότκα. Την χύνει άτσαλα στο ποτήρι. Η επόμενη κίνηση θα είναι να αφήσει μια γουλιά να του κάψει τον οισοφάγο...Στην υγειά μας μέχρι να ξανασυναντηθούμε Συμπαντικέ Φαρσέρ.