Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Emergency Escape



Παντού σημύδες και φλαμουριές. Οι αιωνόβιοι κορμοί δεν αφήνουν πολλά στο οπτικό πεδίο, αλλά είναι εμφανές ότι το δάσος φτάνει στο τέλος του. Η διαδρομή φτάνει στο τέλος της. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπό του, ενώ το αριστερό του γόνατο είχε αρχίσει να πονάει. Δεν ήταν μόνο οι λευκές τούφες μαλλιών τα σημάδια που έχει αφήσει το πέρασμα του χρόνου. Φτάνει στα τελευταία δέντρα. Το φως του ήλιου γίνεται πιο έντονο. Τα αυτιά του «γεμίζουν» με ένα γνώριμο ήχο. Νερό. Κύματα. Η θάλασσα.


Ένα βήμα ακόμα. Στο δεύτερο, το δάσος είναι πλέον πίσω του. Σταματάει. Ο αέρας απαλός. Τον δροσίζει. Μπροστά του τα ερείπια του μεσαιωνικού πύργου στέκουν τελευταίος φύλακας πριν τον γκρεμό. Από κάτω μανιασμένη μα άγρια, η θάλασσα.

Περπατάει προσεχτικά προς  τον πύργο. Κραυγές από άλμπατρος και απόηχος κυμάτων οι μόνοι ήχοι. Μυρίζει αλμύρα και χώμα. Στέκει μπροστά στους αρχαίους τοίχους. Το αρχικό δέος που νιώθει αρχικά δίνει γρήγορα τη θέση του σε ένα αίσθημα έλλειψης και θλίψης. Νιώθει να τον κυριεύουν μα αντιδρά στην παρόρμηση να γυρίσει πίσω.

Βαδίζει περιμετρικά του πύργου. Χαζεύει τις πέτρες. Τις χαϊδεύει απαλά με το χέρι. Πέτρες που στέκουν στη θέση τους αιώνες, μαστιγωμένες από τον άνεμο της βόρειας θάλασσας. Μόνοι ένοικοι τους τα βρύα και οι λειχήνες. Ξεπροβάλουν σχεδόν από κάθε εσοχή, είναι σχεδόν σε κάθε πέτρα.

Κάποιος τον παρακολουθεί. Είναι σχεδόν σίγουρος. Κάποιος μελετάει την κάθε κίνησή του. Το κάθε του βήμα. Όμως δεν μπορεί να τον εντοπίσει. Εξακολουθεί να είναι μόνος του. Συνεχίζει να περπατάει αφήνοντας πίσω του τον αρχαίο πύργο. Το αίσθημα της θλίψης μεγαλώνει. Αυτοί που κάποτε τον έφτιαξαν έχουν από καιρό χαθεί στη λήθη του χρόνου. Φτάνει επιτέλους στην άκρη του γκρεμού. Ο αέρας ξάφνου γίνεται πιο δυνατός. Κουβαλάει μαζί του σταγόνες νερού καθώς τα κύματα σκάνε δυνατά στα βράχια από κάτω.

Στέκεται ακίνητος με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος. Με μια κίνηση του δεξιού δείκτη ισιώνει τα γυαλιά.  Βάζει τα χέρια στις τσέπες. Ο αέρας ανακατεύει τα μαλλιά του. Δεν τον ενοχλεί. Ατενίζει την βόρεια θάλασσα. Συναισθήματα και μνήμες τον κατακλύζουν. Όπως τα κύματα κατέκλυζαν τα αμπάρια των ιστιοφόρων στις καταιγίδες τους αιώνες πριν την βιομηχανική επανάσταση. Τότε που όλα ήταν πιο απλά. Πιο ρομαντικά.

Ξάφνου μια μελωδία γεμίζει τον αέρα. Ο ήχος της γκάιντας δυνατός, οξύς και εύηχος. Τρομάζει λίγο αλλά δεν το δείχνει. Στέκει ακίνητος. Τελικά όντως υπήρχε κάποιος εδώ. Καθώς ο ήχος από την γκάιντα έρχεται όλο και πιο κοντά, αυτός μένει εκεί να χαζεύει τη Βόρειο Θάλασσα και τα θαλασσοπούλια.

Νιώθει κάποιον δίπλα του. Δεν γυρνάει να κοιτάξει αλλά πλέον ξέρει ποιος είναι η φιγούρα με την παραδοσιακή σκωτζέζικη φορεσιά και την γκάιτντα. Ελάχιστα μέτρα δεξιά του, ο ξένος συνεχίζει να παίζει έναν Pibroch ρυθμό. Γυρνάει και τον κοιτάει μέσα από τα γυαλιά. Ο ξένος σταματάει. Το στόμα του αφήνει το φερέκι. Χαμογελάει αμυδρά και ανταποδίδει το βλέμμα . Ήταν όπως τον θυμόταν από την τελευταία τους συνάντηση σε εκείνη την παραλία. Μήνες πριν. Έμοιαζαν χρόνια. Αιώνες.

«Είσαι πολύ γελοίος με το Tam o shanter και αυτό το Pencil μουστάκι αλλά κρίνοντας από το χαμόγελό σου μάλλον το διασκεδάζεις» αποκρίνεται, γυρνώντας πάλι το βλέμμα του προς τη Θάλασσα. «Πάει καιρός ε ?» του απαντά ο συμπαντικός φαρσέρ χωρίς να σταματήσει να χαμογελά.
Η θλίψη και η έλλειψη μεταμορφώνονται μέσα του. Αλλάζουν μορφή. Γίνονται απελπισία, τρόμος. «Γιατί έπρεπε να μου παίξεις τέτοιο παιχνίδι», «Γιατί συνεχίζεις και ασχολείσαι μαζί μου» «Γιατί μετά από τόσο καιρό», «Γιατί τώρα», «Γιατί εδώ». Ερωτήματα γεμίζουν το μυαλό του αλλά δεν βρίσκει το θάρρος να τον ρωτήσει.

Ο συμπαντικός φαρσέρ ακουμπάει την γκάιντα κάτω. Το μειδίαμα δεν φεύγει ποτέ από τα χείλη του, ενώ τα μάτια του, παιχνιδιάρικα και νεανικά, είναι σαν να χαμογελούν και αυτά. Τον πλησιάζει. Φτάνει δίπλα του και του ψιθυρίζει «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από μένα. Το νήμα της ζωής θα είναι πάντα στα χέρια μου. Να το γνέθω όπως εγώ ορίζω κι όταν η ώρα εκείνη με καλεί τους κλήρους σου εγώ να επιλέγω».

Η απελπισία και ο τρόμος γίνονται οργή και μετά γαλήνη. Ισιώνει πάλι με μια κίνηση τα γυαλιά του και χωρίς να κοιτάξει τον Συμπαντικό Φαρσέρ του λέει «Αυτή τη φορά θα ξεφύγω». Μετά απλά βουτάει στο κενό. Ο χρόνος παγώνει. Στα μάτια του τα βράχια έρχονται όλο και πιο κοντά. Το μυαλό και το κορμί του προετοιμάζονται να υποδεχθούν το τράνταγμα της πρόσκρουσης. Μια στιγμή ακόμα και ξέφυγε.

Ξυπνάει απότομα στο κρεβάτι. Είναι ιδρωμένος και νιώθει ένα βάρος στο στήθος. Κοιτάει γύρω του και προσπαθεί να καταλάβει που είναι. Είναι στο δωματιό του. Στο κρεβάτι του ενώ οι ακτίνες του ήλιου προσπαθούν παιχνιδιάρικα να εισέλθουν από τις χαραμάδες του πατζουριού. Μέσα στη ζαλάδα του ακούει μια φωνή να λέει:  
«Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
        με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά…
»


Κοιτάει γύρω του τρομαγμένος. Δεν μπορεί να καταλάβει αν η φωνή ήταν προϊόν της φαντασίας του ή όντως κάποιος ήταν εκεί στο δωμάτιο μαζί του.